εὐεργετήματα

εὐεργετήματα
εὐεργέτημα
service done
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὐεργετήματ' — εὐεργετήματα , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc pl εὐεργετήματι , εὐεργέτημα service done neut dat sg εὐεργετήματε , εὐεργέτημα service done neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασιάζω — ΝΜΑ [πολλαπλάσιος] 1. κάνω κάτι πολλές φορές μεγαλύτερο, αυξάνω κάτι κατά το μέγεθος ή κατά την ποσότητα 2. κάνω πολλαπλασιασμό, αυξάνω αριθμό με πολλαπλασιασμό («ὁ Α τὸν Β πολλαπλασιάσας τον Δ πεποίηκεν», Ευκλ.) 3. μτφ. πληθύνω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Μάγκνα Κάρτα — (Magna Carta Libertatum = Μεγάλη Χάρτα Ελευθεριών). Το σύνολο των παραχωρήσεων που έκανε ο βασιλιάς της Αγγλίας Ιωάννης ο Ακτήμων (1215) προς τους ευγενείς, την αγροτική και την εμπορική τάξη και τον κλήρο και στις οποίες έχει τις ρίζες του το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”